περίπεπλος

περίπεπλος
ὁ Μ
υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή τής ακμής τού μοναχισμού, το περιβόλαιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πέπλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”